φρασίζωον

φρασίζωον
Α
(κατά τον Ησύχ.) «διασκεπτόμενος εἰς ζωήν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φρασι- τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φράσις) + -ζωος (< ζωή), πρβλ. ἐρί-ζωος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”